τἀντεταλμένα — ἀντεταλμένα , ἀνατέλλω make to rise up perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀντεταλμένᾱ , ἀνατέλλω make to rise up perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀντεταλμένᾱ , ἀνατέλλω make to rise up perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐντεταλμένα ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀντεταλμέν' — ἀντεταλμένα , ἀνατέλλω make to rise up perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀντεταλμένε , ἀνατέλλω make to rise up perf part mp masc voc sg ἀντεταλμέναι , ἀνατέλλω make to rise up perf part mp fem nom/voc pl ἀντεταλμένᾱͅ , ἀνατέλλω make to rise up… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντέλλομαι — (AM ἐντέλλομαι και ἐντέλλω) δίνω εντολή, αναθέτω σε κάποιον να εκτελέσει κάτι («τοῑσι δέ... ἐνετέλλετο ὁ Κροῑσος ἐπειρωτᾱν τὰ χρηστήρια» τούς έδωσε εντολή ο Κροίσος να ρωτήσουν το μαντείο, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. φρ. «εντελλόμενα έξοδα» έξοδα υπηρεσίας … Dictionary of Greek
ευφραίνω — (ΑΜ εὐφραίνω, Α επικ. τ. ἐϋφραίνω) [εύφρων] 1. δημιουργώ, προξενώ σε κάποιον ευφροσύνη, χαροποιώ, καλοκαρδίζω (α. «με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις», Βαλαωρ. β. «ἐϋφραίνοιτε γυναῑκας», Ομ. Οδ.) 2. και μέσ. ευφραίνομαι αισθάνομαι… … Dictionary of Greek
κλαβικουλάριοι — κλαβικουλάριοι, οἱ (Μ) εκτελεστικά όργανα που ήταν εντεταλμένα να δένουν τους υποδίκους ή τους καταδίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. λατ. clavicularius «κλειδούχος»] … Dictionary of Greek
λιμιταναίος — λιμιταναῑος και λιμιτάνεος, ὁ (Μ) 1. ακρίτας 2. στον πληθ. οἱ λιμιταναῑοι α) (στη Ρώμη) τα στρατεύματα που ήταν εντεταλμένα για τη φρούρηση τής οροθετικής γραμμής β) (στο Βυζάντιο) η φρουρά τών συνόρων τής αυτοκρατορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ.… … Dictionary of Greek
μεταπιάνω — και ματαπιάνω (Μ μεταπιάνω) 1. πιάνω ή παίρνω ξανά στα χέρια μου («από τότε που έπαθε καρδιακό επεισόδιο υποσχέθηκε να μη ματαπιάσει χαρτιά στα χέρια του») 2. (σχετικά με τέχνη ή επάγγελμα) ασχολούμαι ή καταγίνομαι πάλι με κάτι ή επιδίδομαι πάλι… … Dictionary of Greek
παιδικός — ή, ὁ (ΑΜ παιδικός, ή, όν) [παῖς, παιδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παιδί (α. «παιδική ηλικία» η περίοδος τής ζωής τού ανθρώπου από τη γέννηση έως την έναρξη τής ήβης θ. «παιδικό θέατρο» γ. «παιδικός χορός», Λυσ.) 2. παιδαριώδης,… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
αυτεμπρησμός — Η πρόκληση τεχνητής πυρκαγιάς από εντεταλμένα όργανα της δασικής υπηρεσίας με σκοπό τον περιορισμό και τελικά την κατάσβεση μεγάλων πυρκαγιών. Γενικά αποφεύγεται η εφαρμογή του και χρησιμοποιείται μόνο στην περίπτωση που τα άλλα συμβατικά μέσα… … Dictionary of Greek